- υπαισθησία
- η пониженная чувствительность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπαισθησία — η, Ν ιατρ. μείωση τής ευαισθησίας προς τα αισθητικά ερεθίσματα, ιδίως εκείνα που έχουν σχέση με την αίσθηση τής αφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. hypesthesia (< υπ[ο] * + αισθησία < αίσθηση)] … Dictionary of Greek