υπαισθησία

υπαισθησία
η пониженная чувствительность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπαισθησία" в других словарях:

  • υπαισθησία — η, Ν ιατρ. μείωση τής ευαισθησίας προς τα αισθητικά ερεθίσματα, ιδίως εκείνα που έχουν σχέση με την αίσθηση τής αφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. hypesthesia (< υπ[ο] * + αισθησία < αίσθηση)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»